Η κυρία Περίεργη
Το καλοκαίρι του 2003 ή του 2002 μετά από μία επιτυχημένη μέρα στη δουλειά, βράδυ, πήγαινα στο αυτοκίνητό μου για να γυρίσω σπίτι. Στο δρόμο συναντώ ένα πολύ μικρό γατάκι. Το ακολουθούσε η μαμά του - το πρόσεχε. Σκύβω να το χαϊδέψω κι εκείνο αρχίζει να τρίβεται στο χέρι μου. Ξαφνικά βλέπω ένα τζιπ να έρχεται με φόρα καταπάνω μου - ήμουν στη μέση του δρόμου. Κάνω στην άκρη, το γατάκι όμως είχε μείνει στη μέση του δρόμου. Το τζιπ πέρασε από πάνω του. Αμέσως μετά το βλέπω να τρέχει σαν τρελό και να χάνεται.
Την επόμενη μέρα το ξαναείδα. Είχε χτυπήσει άσχημα. Το ένα του μάτι είχε πεταχτεί έξω και ένα από τα πίσω πόδια του ήταν νεκρό - το έσερνε. Υπήρχε ένα αλουμινόχαρτο με φαγητό δίπλα στους κάδους σκουπιδιών. Είχαν μαζευτεί γάτες και τρώγανε. Όταν πλησίαζε το γατάκι να φάει το διώχνανε. Το έβαλα στο αμαξι και το πήρα σπίτι. Ανίκανος με οτιδήποτε πρακτικό, "ανάθεσα" στη τότε κοπέλα μου να το περιποιηθεί. Ο γιατρός μας είπε ότι έπρεπε να βγεί το μάτι. Το πόδι μάλλον θα γινόταν καλά - είχε παραλύσει από το σοκ. Το μάτι βγήκε και το πόδι επανήλθε. Το όνομα της γάτας: "κυρία Περίεργη". Η κοπέλα με άφησε. Η γάτα μού έμεινε. Έγινε καλό γατί. Καθόλου άταχτο - ήμουνα κι εγώ αυστηρός. Όσο την είχα δεν είχα καταφέρει να κάνω σχέση. Η γάτα και οι γυναίκες για κάποιο λόγο δεν πήγαιναν μαζί. Ήταν περίοδος μοναξιάς. Εγώ στον υπολογιστή και η γάτα στον καναπέ. Ποτέ δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα μαζί της- εδώ δεν ασχολιέμαι με τον εαυτό μου... Τον τελευταίο καιρό σα να είχε μελαγχολήσει και η γάτα μαζί μου. Είχε πάψει να γλύφεται. Είχε γίνει βρώμικη, άφηνε τρίχες. Αναγκάστηκα να πάρω βούρτσα για τις τρίχες, να την βουρτσίζω που και που.
Ήρθε κάποια στιγμή ο καιρός να μετακομίσω. Πάντα είχα μεγάλο πρόβλημα να πιάσω την κυρία Περίεργη και να την βάλω στο κλουβί για να τη μεταφέρω. Κάτι αυτό, κάτι οι τρίχες που θα μου γέμιζε το άλλο σπίτι, κάτι το ενδεχόμενο να την πάρει η μητέρα μου για συντροφιά... τελικά η γάτα έμεινε μόνη της στο άδειο σπίτι που εγκατέλειψα. Κατάμονη για εβδομάδες. Κάθε τόσο πέρναγε η μητέρα μου να της βάλει φαγητό. Μια στο τόσο πέρναγα κι εγώ να δω αν ζει. Έπρεπε όμως να μπει νέος ενοικιαστής. Η γάτα έπρεπε να φύγει. Δεν είχα πάει να την πάρω. Έτσι αναγκάστηκε να την πάρει η μάνα μου.
Τώρα, όταν επισκέπτομαι το σπίτι της μάνας μου, η κυρία Περίεργη κάνει πως δεν με ξέρει. Η μητέρα μου τη φωνάζει Μπαμπίνα. Η Μπαμπίνα γλύφεται. Είναι καθαρή, με μεταξένιο τρίχωμα. Περνάει καλά. Το ίδιο μαθαίνω και για την κοπέλα που ήμασταν μαζί όταν τη βρήκα. Αγόρασε σπίτι, περνάει καλά. Ίσως αλλάξει κι αυτή όνομα.