Ο λιγούρης.
Ο λιγούρης ξεκινάει κάπως έτσι. Τρώει μια γερή μπουκιά σκορδαλιά και πριν συνέρθει ο ουρανίσκος του ορμάει στο φουα γκρα και αμέσως μετά του έρχεται κατακούτελα (του ουρανίσκου) μια ξεγυρισμένη κουταλιά φασολάδα και ύστερα μια πηρουνιά καυτές τηγανητές πατάτες... Τά παιξε ο ουρανίσκος. Τι να προλάβει να αφομοιώσει. Μετά το αρχικό σοκ ο ουρανίσκος χάνει την ευαισθησία του και αναζητά την ηδονή όχι στις γεύσεις, αλλά στην εναλλαγή των γεύσεων.
Μετά δημιουργεί μια κοσμοθεωρία (ο λιγούρης, όχι ο ουρανίσκος). "Κάποτε θα σταματήσω να δοκιμάζω - είναι νωρίς ακόμα", "Πώς θα ανακαλύψεις την γεύση που σου ταιριάζει αν δεν τις δοκιμάσεις όλες;", "Έτσι κι αλλιώς κάθε πιάτο κάποτε θα αδειάσει, καμμιά γεύση δεν είναι για πάντα", "Τίποτα δεν συγκρίνεται με την συγκίνηση της πρώτης μπουκιάς", "Εγώ ήθελα να φάω παραπάνω αλλά δεν ήθελε το πιάτο"...
Kολακεύεται που του επιτρέπουν να δοκιμάσει. Είναι λιγούρης αλλά αισθάνεται σαν γευσιγνώστης. Και φέρεται συχνά ως τέτοιος. Κι έτσι βρίσκει ακόμα πιο εύκολα μπουκιές. Τι τιμή να δοκιμάσει το γεύμα σου ένας γευσιγνώστης! Να σου πει και τη γνώμη του για την μαγειρική σου.
Κι έτσι ξεγελώντας τους άλλους ξεγελάει οριστικά πλέον τον εαυτό του. Και συνεχίζει να κοιτά κάθε νέα γεύση με λαχτάρα. Κι ας είναι πολύ χειρότερη από κάποια προηγούμενη. Κι ας μην αισθάνεται πλέον τίποτα άλλο, πάρα μόνο τις εναλλαγές στην ένταση του πιπεριού.
Ο λιγούρης δεν είναι πεινασμένος.
Ο πεινασμένος μπορεί κάποτε να χορτάσει.
Ο λιγούρης όχι. Γιατί ο λιγούρης θέλει να γλύψει. Να βάλει τη γλώσσα και να δοκιμάσει την ένταση της νέας γεύσης χωρίς να καταλάβει τη γεύση. Αλλά για να απολαύσεις, να χορτάσεις μια γυναίκα αληθινά, δεν αρκεί η γλώσσα. Ούτε καν ο ουρανίσκος. Πρέπει να βάλεις την ψυχή σου. Κι αυτή την έχασε σε μια από τις πρώτες απανωτές μπουκιές.
A! Ξέχασα μια λεπτομέρεια.
Οι μεγαλύτεροι λιγούρηδες σήμερα, είναι γυναίκες.